- θυρίδιον
- θῠρίδιον, τό, Dim. of θύρα, Gp.15.6.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυριδίου — θυρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυριδίῳ — θυρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδια — θυρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδιο — το (Μ θυρίδιον) μικρή θύρα νεοελλ. ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιού μσν. 1. η πύλη τού αγίου βήματος 2. είσοδος, έμπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek